ελευσίνιος -α, -ο

ελευσίνιος -α, -ο
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελευσίνα, που γίνεται σ' αυτή ή προέρχεται απ' αυτή, ελευσινιακός.
2. το αρσ., Ελευσίνιος και θηλ. ως κύρ. όν., ο κάτοικος της Ελευσίνας ή αυτός που κατάγεται από αυτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἐλευσίνιος — of Eleusis masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελευσίνιος — α, ο (AM Ἐλευσίνιος, α, ον) 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν 2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνια τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν τής Δήμητρας και τής Περσεφόνης αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐλευσίνιος επίκληση… …   Dictionary of Greek

  • Ἐλευσινίων — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem gen pl Ἐλευσίνιος of Eleusis masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσίνιον — Ἐλευσίνιος of Eleusis masc acc sg Ἐλευσίνιος of Eleusis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίαιν — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίαις — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίην — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίης — Ἐλευσίνιος of Eleusis fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίοις — Ἐλευσίνιος of Eleusis masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευσινίου — Ἐλευσίνιος of Eleusis masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”